Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαγγελμα
ἐπάγγελμα
ἐπ-άγγελμα
-ατος τό
; 1) объявление, заявление
ex. (τὸ ἐ. ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.)
ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ πάντως δὲ καὴ κατὰ ἀλήθειαν Sext. — на словах, но отнюдь не на деле
; 2) обещание, предложение
ex. (ὑποσχέσεις καὴ ἐπαγγέλματα Dem.)
; 3) pl. (в Риме) комиции Plut.