Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιδεω
περιδέω
περι-δέω
; 1) подвязывать, привязывать (τὸν καρπόν τινι Her.; πώγωνά τινι, med. τὸ χράνος Arph.);
; 2) завязывать, затыкать (τὸ στόμα τινί Arst.);
; 3) обвязывать (ἡ ὄψις σουδαρίω περιεδέδετο NT).