Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δαιμων
δαίμων
-ονος ὁ и ἡ
; 1) бог, богиня
ex. (δώματ΄ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.)
δαίμονι ἶσος Hom. — богоравный;
σὺν δαίμονι Hom. — с божьей помощью;
πρὸς δαίμονα Hom. — против божьей воли
; 2) божество (преимущ. низшего порядка)
ex. — дух, гений, демон (δαίμονες ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὴ καὴ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.)
; 3) (тж. δαίμονος τύχη Pind., τύχη δαιμόνων Eur., δ. καὴ τύχη Aeschin., Dem. и τύχη καὴ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайность
ex. κατὰ δαίμονα Her. — по воле случая;
ἀπ΄ ὠμοῦ δαίμονος Soph. — по воле жестокой судьбы;
δαίμονος αἶσα κακή Hom. — злой рок
; 4) злой рок, несчастье
ex. δαίμονα δοῦναί τινι Hom. — погубить кого-л.;
πλέν τοῦ δαίμονος Soph. — несмотря на это несчастье
; 5) душа умершего
ex. (Δαρεῖος Aesch.; νῦν δ΄ ἐστὴ μάκαιρα δ. Eur.)