Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατοιδα
κάτοιδα
κάτ-οιδα
; 1) (хорошо) знать
ex. (ἄστρων νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch.; Ἑλένης θυγατέρα, τὸ Γοργοῦς κάρα Eur.)
πῶς γὰρ κάτοιδ΄, ὅν γ΄ εἶδον οὐδεπώποτε ; Soph. — как же мне знать (того), кого я никогда не видел?;
οὐ κατειδώς Eur. — (сам того) не ведая
; 2) уметь
ex. (τίς οὗτος; ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Soph.)
; 3) понимать
ex. (οὑ κάτοιο΄ ὅπως λέγεις Soph.; οὐ κάτοιδ΄ ὅτῳ τρόπῳ Eur.)