Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
σπαραγμα
σπάραγμα
-ατος τό (преимущ. pl.) кусок, лоскут Anth.
ex. σ. κόμας Eur. — клок волос;
διαφέρειν τι σπαράγμασιν Eur. — разрывать что-л. в клочья;
κρημνῶν σπαράγματα Plut. — обломки скал;
σπαράγματα λόγων Plut. — обрывки (фрагменты) речей