Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
τρυω
τρύω
(fut. τρύσω с ῡ; pf. pass. τέτρῡμαι) мучить, томить, изнурять
ex. (τινά Aesch.)
τετρῦσθαί τινι Her., Plat., Polyb., ἔκ τινος Plut. и ὑπό τινος Polyb. — быть измученным чем-л.;
τετρυμένος ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Her. — доведенный до крайне бедственного положения;
τετρυμένος ὕπνῳ Anth. — охваченный сном