Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικτυπεω
ἐπικτυπέω
ἐπι-κτῠπέω
; 1) стучать, топать
ex. (τοῖν ποδοῖν Arph.)
; 2) ударять, бить
ex. (τῷ κυμβάλῳ Luc.)
; 3) давать отголосок, звучать в ответ, откликаться
ex. (πᾶς ἐπεκτύπησε Ὄλυμπος Arph.; τοῖς αὐληταῖς ἐπικτυπούντες χοροί Polyb.)