Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
φοραδην
φοράδην
φορά-δην
adv.
; 1) неся
ex. (ἐν χεροῖν τινα Eur.)
; 2) на носилках
ex. (δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.)
ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. — доставленный на носилках
; 3) стремительно
ex. (διαπέτεσθαι Soph.)