Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ζεσις
ζέσις
-εως ἡ кипение
ex. (ζ. τε καὴ ζύμωσις Plat.; τοῦ αἵματος Arst.)
μέχρι ζέσεως Arst., Plut. — до (точки) кипения:
ζ. τῆς ψυχῆς Plat. — кипение души, бушевание страстей;
ζέσεις θαλάσσιαι Plut. — морское волнение