Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανειργω
ἀνείργω
эп. ἀνεέργω
; 1) сдерживать, удерживать
ex. (τὸν θυμόν Xen.)
ἀ. μέ διασκίδνασθαι τέν ἀγέλην Luc. — следить, чтобы стадо не разбрелось
; 2) оттеснять, отражать, удерживать
ex. (φάλαγγας Hom.; τοὺς στρατιώτας Xen.; τὸν ὄχλον βακτηρίαις Plut.)
ἀνειργμένοις τοῖς σκευοφόροις Xen. — вытянув обоз в узкую линию