Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γεμω
γέμω
; 1) быть нагруженным
ex. (πλοῖα γέμοντα Xen.; χρημάτων Thuc.)
γεμούσης τῆς νεός Her. — так как корабль был (чрезмерно) нагружен
; 2) быть полным, переполненным, изобиловать
ex. (κῶμαι πολλῶν καὴ ἀγαθῶν γέμουσαι Xen.; λιμέν ἔγεμε πλοίων Plat.; σίτου γέμουσα πόλις Polyb.)
γ. παντοδαπῶν νοσημάτων Plut. — страдать всяческими болезнями
; 3) быть преисполненным
ex. (τῆς ἀληθείας Aesch.; θυμιαμάτων καὴ στεναγμάτων Soph.; ἐλπίδων Plat.; μεταμελείας Arst.)