Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαναχωρεω
ἐξαναχωρέω
ἐξ-αναχωρέω
; 1) отходить, отступать
ex. (ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ οὖρος и πρόσω ἀπό τινος Her.; οἱ ἱππεῖς ἐξανεχώρησαν Plut.)
; 2) уклоняться
ex. ἐ. τὰ εἰρημένα Thuc. — пытаться отказаться от своих слов