Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πολυταλαντος
πολυτάλαντος
πολυ-τάλαντος
adj.=2 2
; 1) состоящий из многих талантов, т.е. большой, высокий
ex. (μισθός Luc.)
; 2) весьма доходный
ex. (ἐπιτροπαὴ καὴ διοικήσεις τῶν ἐπαρχιῶν Plut.)
; 3) весящий или стоящий много талантов
ex. (βρῖθος Luc.)
; 4) очень богатый
ex. (οἶκοι, γάμος Luc.)