Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διελκω
διέλκω
δι-έλκω
(aor. διείλκῠσα)
; 1) растягивать, широко раскрывать
ex. (τοὺς ὀφθαλμούς Plat.)
; 2) протаскивать, продевать
ex. (διὰ δακτυλίου τινά Arph.)
; 3) перетаскивать
ex. (ἄνω καὴ κάτω τι Arph.; κατὰ τόπον τινὰ τέν ναῦν Diod.)
; 4) тянуть, влачить
ex. (τὸν ὅλον βίον οὕτω διελκύσαι Plat.)
; 5) тянуть, затягивать
ex. (τοῦ χρόνου διελκομένου Polyb.)
; 6) ирон. потягивать (вино), попивать
ex. (μετ΄ ἀνδρῶν ἑταίρων φίλων Arph.)