Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αποκαλυψις
ἀποκάλυψις
ἀπο-κάλυψις
-εως
ἡ
; 1)
обнажение
ex. (
ἀ.
καὴ γύμνωσις
Plut.
)
; 2)
раскрытие, обнаружение
ex. (ἁμαρτίας
Plut.
)
; 3)
откровение
NT.