Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλεκτικος
διαλεκτικός
adj.=3 3
; 1) искусный в вопросах и ответах
ex. (ὁ ἐρωτᾶν καὴ ἀποκρίνεσθαι ἐπιστάμενος Plat.)
; 2) умеющий доказывать и оспаривать
ex. (ῥήτορες Plat.; ἄνδρες ἡγεμονικώτατοι καὴ διαλεκτικώτατοι Xen.)
; 3) относящийся к искусству логической беседы, диалектический
ex. (ἐπιστήμη Plat.; μέθοδος Arst.)