Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξοικιζω
ἐξοικίζω
ἐξ-οικίζω
; 1) изгонять
ex. (τινὰ οἴκων Eur.; перен. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Plut.)
; 2) переселять, выселять ex. (τινάς Thuc.; εἰς ἄλλην χώραν Plat.; τινὰς εἰς Ῥώμην Plut.); med. выселяться, уезжать, уходить Arph., Aeschin., Plut.
; 3) лишать коренного населения (med. Μεσσήνην Plut.)
ex. Λῆμνον ἀρσένων ἐξοικίσαι Eur. — уничтожить мужское население Лемноса