Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ειλεω
εἱλέω...
εἰλέω, εἱλέω
(эп. impf. εἴλεον и ἐείλεον; pass.: aor. εἰλήθην и εἱλήθην, pf. εἴλημαι)
; 1) вращать, катить
ex. (οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἱλέονται Luc.)
ἐν ποσί τινι εἱλέεσθαι Her. — попадаться кому-л. на каждом шагу (досл. катиться у чьих-л. ног)
; 2) med. бегать вокруг, метаться
ex. (μύρμηκες εἱλούμενοι Luc.)
; 3) гнать, теснить, преследовать
ex. (Ἀχαιοὺς ἐπὴ πρύμνῃσιν, θῆρας Hom.; πνεῦμα εἱλούμενον κάτωθεν ἄνω Arst.)
; 4) загонять
ex. (ἐνὴ σπῆϊ, sc. τινας Hom.; οἱ Ῥωμαῖοι εἱλούμενοι ἐν ὀλίγῳ Plut.)