Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαδεω
διαδέω
δια-δέω
; 1) обвязывать, перевязывать
ex. (πλοῖον ἀμφοτέρωθεν Her.; τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arst.)
διαδεδεμένος τέν κεφαλέν διαδήματι Luc. (или μίτρᾳ Diod.) — с диадемой (или митрой) на голове
; 2) связывать
ex. (σχοινίοισί τινα Her.)
; 3) привязывать
ex. (ἡ ψυχέ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι Plat.)