Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εναπτω
ἐνάπτω
ἐν-άπτω
I.
(aor. ἐνῆψα, part. pf. pass. ἐνημμένος, ион. ἐναμμένος)
; 1) привязывать, прикреплять, прилаживать
ex. (λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen.; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Polyb.; τινὰ σειραῖς καὴ καλωδίοις Plut.)
; 2) обматывать, окутывать
ex. (σπάργανά τινι Eur.)
; 3) med. надевать на себя, опоясываться
ex. (Αἰθίοπες λεοντέας ἐναμμένοι Her.; διφθέραν ἐνημμένος Arph. и ἐναψάμενος Luc.; νεβρίδα Plut.)
τέν φαρέτραν ἐνημμένος Plut. — с колчаном на перевязи
; 4) затрагивать, рассматривать
ex. (τῆς αἰτίας Arst. - v. l. ἅπτομαι)
II.
зажигать
ex. (ἡ σχίζα ἐνημμένη Arph.)
ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι Lys. — взять огня у соседей;
τέν ὄψιν ἐνάψαι ἔν τινι Plut. — наделить кого-л. зрением