Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιχυσις
ἐπίχυσις
ἐπί-χῠσις
-εως ἡ
; 1) вливание, приток Plat.
; 2) перен. наплыв
ex. (πολιτῶν Plat.)
; 3) прилив
ex. (τῆς ῥώμης Plat.)
; 4) здравица Polyb.
ex. ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν и ποιεῖσθαι Plut. — пить за чьё-л. здоровье
; 5) кубок, чаша Arph., Men.