Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασκευασμα
κατασκεύασμα
κατα-σκεύασμα
-ατος τό
; 1) военная машина, орудие
ex. (τὰ κατασκευάσματα εὖ παρεσκευασμένα Polyb.)
; 2) сооружение, строение
ex. τὰ κατὰ μέρος κατασκευάσματα Polyb. — отдельные помещения
; 3) собир. обстановка, утварь
ex. (διάφορον ἢ κ. Polyb.)
; 4) замысел, выдумка, изобретение
ex. (τῶν συσσιτίων Arst.)
; 5) хитрость, уловка, прием
ex. (τοῦτ΄ ἦν τὸ κ. αὐτοῖς Dem.)