Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δογμα
δόγμα
-ατος τό
; 1) мнение, взгляд
ex. (περί τινος Plat., Arst.)
; 2) учение, положение, догма
ex. (ἄγραφα δόγματα Arst.; τὰ τῶν αἱρέσεων δόγματα Diog.L.; δόγματα μεμιγμένα μυθολογίᾳ Plut.)
; 3) постановление, решение
ex. (πόλεως Plat.; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα Dem.)
δόγμα ποιήσασθαι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι Xen. — принять решение о том, чтобы вести непримиримую войну;
δ. τῆς συγκλήτου Polyb. (в Риме;
лат. senatus consultum) — сенатское постановление