Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πιμπλημι
πίμπλημι
(impf. ἐπίμπλην, fut. πλήσω, aor. ἔπλησα - эп. πλῆσα; pass.: aor. ἐπλήσθην, pf. πέπλησμαι) тж. med.
; 1) наполнять
ex. (πήρην σίτου καὴ κρειῶν Hom.; τὸ πλοῖον καλάμης Her.; σπόγγον ὄξους NT.)
π. μένεός τινα Hom. — придать кому-л. силу;
πλησάμενοι νῆας Hom. — нагрузив свои корабли;
δάκρυσι πλησθείς Thuc. — весь в слезах;
ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — когда ты досыта наглядишься на болезнь (Филоктета);
αἱμάτων τινὸς πλησθῆναι Soph. — упиться чьей-л. кровью;
πλησθῆναι — (о самках) Arst. забеременеть
; 2) med. (о времени) исполняться, оканчиваться
ex. (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας NT.) или наступать (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν NT.)