Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιστασια
ἐπιστασία
ἐπι-στᾰσία
ἡ
; 1) внимание, тщательность
ex. (μετ΄ ἐπιστασίας - v. l. ἐπιστάσεως - θεωρητέον Polyb.)
; 2) наблюдение, надзор, забота
ex. (παίδων Plat.)
; 3) начальствование, власть
ex. (τῶν Καρχηδονίων Diod.)