Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εφεδρεια
ἐφεδρεία
ἐφ-εδρεία
ἡ
; 1) сидение
ex. (ἐπὴ τοῖς δένδρεσι, ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς Arst.)
; 2) засада
ex. (ἐφεδρείας ἕνεκα καὴ κατασκοπῆς Plut.)
; 3) (о готовых к состязанию борцах) ожидание очереди
ex. (πυκτῶν καὴ παλαιστῶν Plat.)
; 4) вспомогательные отряды, резервы
ex. (ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.)