Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπλησσω
καταπλήσσω
κατα-πλήσσω
атт. καταπλήττω (fut. καταπλήξω; aor. pass. κατεττλάγην - эп. κατεπλήγην) тж. med.
; 1) поражать, подавлять, угнетать, смущать
ex. (τὰς ψυχάς Xen.; med. τοὺς ὑπεναντίους Polyb.)
κ. ἐπὴ τὸ φοβεῖσθαι Thuc. — нагонять страх;
καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. и (med.) τὸν πόλεμον Polyb. — испугаться войны;
μέ καταπέπληχθε ἄγαν Thuc. — не поддавайтесь чрезмерному страху
; 2) производить (сильное) впечатление, потрясать
ex. (τοὺς ἀκροατάς Arst.)
τοὺς φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὴ τῷ φόβῳ καταπλήττεσθαι Diod. — воздействовать на дурных страхом наказания