Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αυθεκαστος
αὐθέκαστος
αὐθ-έκαστος
adj.=2
2
; 1)
прямой, прямодушный
ex. (
αὐ.
καὴ ἀληθευτικός
Arst.
; ὄρθιος και
αὐ.
Plut.
)
; 2)
суровый, строгий
ex. (αὐστηρὸς καὴ
αὐ.
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,