Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παλιρροια
πᾰλίρροια
πᾰλί-ρροια, ион. πᾰλιρροίη ἡ
; 1) прилив и отлив (δῖναι καὶ π. Her.; перен. τῆς ὁρμῆς Plut.);
; 2) колебание, смена (τοῦ θερμοῦ Arst.);
; 3) изменчивость, превратность (τῶν πραγμάτων Polyb.; τῆς τύχης Diod.).