Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευεξια
εὐεξία
εὐ-εξία
ἡ хорошее состояние, сила, крепость, здоровье
ex. (τῶν σωμάτων Plat.; τῆς ψυχῆς Plat.; εὐ. καὴ καχεξία Plat., Arst.; εὐ. τῆς πολιτείας Xen. или πολιτική Arst.)
φιονῆς εὐ. Plut. — зычный голос;
εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς Polyb. — боеспособность