Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναθρῳσκω
ἀναθρῴσκω
ἀνα-θρῴσκω
(тж. -θρω-), ион. тж. ἀνθρῴσκω (aor. 2 ἀνέθορον)
; 1) подпрыгивать, подскакивать
ex. (ὀλοοίτροχος ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὴ ἀναθορεῖν Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.)
ἀμβώσας ἀναθρῴσκει Her. — вскрикнув, он подскочил
; 2) вскакивать
ex. (ἐπὴ τὸν ἵππον Her.)
; 3) бросаться, устремляться
ex. (αἷμα ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.)
ἀναθορὼν ἀπήντησε (αὐτῷ) Plut. — он бросился ему навстречу