Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανυποστατος
ἀνυπόστατος
ἀν-υπόστᾰτος
adj.=2 2
; 1) неодолимый, неотразимый
ex. (ἀνάγκη Xen.; δύναμις Plat.; φρύνημα Xen., Plut.; πόλις Xen.; ἀνυπόστατοι καὴ μαχιμώτατοι ἄνθρωποι Plut.)
; 2) лишенный основания, неосновательный
ex. (ὑπόθεσις Polyb.; ἀρχαί Diog.L.)