Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυνατον
δυνατόν
δῠνᾰτόν
τό
; 1) возможность
ex. τὸ δ. Arst., ἐπὴ, εἰς и κατὰ τὸ δ. Xen., Plat., ἐκ τῶν δυνατῶν Xen., ὡς δ. Isocr., Xen., Dem. или ὅσον δ. Eur. — по возможности, насколько возможно
; 2) сила, крепость
ex. (μετὰ τοῦ δυνατοῦ τὸ συνετὸν ἔχειν Plut.)