Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαισχυνομαι
ἐπαισχύνομαι
ἐπ-αισχύνομαι
(fut. ἐπαισχυνθήσομαι, aor. ἐπῃσχύνθην) стыдиться, стесняться
ex. (τινι Her., Plut., τινα Xen. и τι Plat.; ποιεῖν τι Aesch., Plat., Diod.)
οὐκ ἐπαισχύνει μ΄ ὁρῶν τὸν προστρόπαιον ; Soph. — и тебе не совестно, что я на коленях перед тобой?