Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναστομοω
ἀναστομόω
ἀνα-στομόω
; 1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь
ex. (τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.)
ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. — сообщающиеся сосуды
; 2) med. широко открывать, разевать
ex. (φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.)
; 3) pass. открываться, иметь выход
ex. (Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.)