Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εκκαταπαλλομαι
{*}ἐκκαταπάλλομαι
ἐκ-καταπάλλομαι
тж.
ἐκ καταπάλλομαι (
только
3 л.
sing.
aor.
ἐκκατέπαλτο)
устремиться, ринуться
ex. (οὐρανοῦ δι΄ αἰθέρος
Hom.
)