Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευδρομεω
εὐδρομέω
εὐ-δρομέω
; 1) быстро бегать
ex. (ἀθλητές εὐδρομῶν Plut.)
; 2) перен. двигаться, развиваться
ex. (κατὰ τέν τοιαύτην νόησιν Sext.)
ὁ λόγος σου κατ΄ ὀρθὸν εὐδρομεῖ Men. — речь твоя льется плавно