Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαγορευω
διαγορεύω
δι-ᾰγορεύω
; 1) объявлять, приказывать
ex. (ὡς αὐτοκράτωρ διαγορεύσας Plut.)
; 2) определять, устанавливать
ex. ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι Plat. — пользующиеся одинаковыми почестями;
τὸ διεγορευμένον ἐν τοῖς νόμοις Luc. — то, что гласят законы
; 3) заявлять, говорить
ex. κακῶς δ. τινά Luc. — дурно говорить о ком-л.
; 4) запрещать
ex. (τινὴ μέ κατιέναι πάλιν Plut.)