Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπορθμευω
διαπορθμεύω
δια-πορθμεύω
; 1) переправлять (на другой берег), перевозить
ex. (στρατιήν Her.)
; 2) переносить, передавать, доставлять
ex. (τοὺς λόγους τοῖσι Ἀθηναίοισι Her.)
; 3) разъяснять, истолковывать
ex. (ἑρμηνεύειν καὴ δ. θεοῖς τὰ παρ΄ ἀνθρώπων καὴ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν Plat.)
; 4) переезжать, переправляться
ex. (τοὺς ποταμούς Her.)