Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιζευγνυμι
ἐπιζεύγνυμι
ἐπι-ζεύγνῡμι
ион. ἐπιζευγνύω
; 1) связывать
ex. (κορμοὺς ξύλων Her.; χεῖρας ἱμᾶσιν Theocr.)
; 2) вплетать
ex. (τοὺς δακτύλους τῆς ἑτέρας χειρὸς ἐπὴ τέν ἑτέραν Arst.; χαίταισι ζευχθέντες ἔπι στέφανοι Pind.)
; 3) запрягать
ex. (πώλοις ἐ. ὄχον Aesch.)
; 4) присоединять
ex. (τοὺς κίονας τοῖς ἐπιστυλίοις Plut.)
; 5) соединять
ex. τοῦτο ἐπέζευκται κοινὸν ὄνομα Arst. — это объединено общим наименованием;
γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος Luc. — мост, перекинутый через реку;
μέ ἐπιζευχθῇ στόμα φήμῃ πονηρᾷ Aesch. — пусть уста не осквернятся злоречием
; 6) проводить, чертить
ex. (γραμμέν ἀπό τινος ἐπί τι Arst.)
; 7) окружать, окаймлять
ex. (γεώλοφοι ἐπιζευγνύντες τι Polyb.)