Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βαρεως
βαρέως
βᾰρέως
; 1) тяжело, мучительно, с трудом, тж. с неудовольствием
ex. (φέρειν τι Her., Xen., Arph., Arst., Plut., πρός τι Arst. и ἐπί τινι Polyb. или ἔχειν πρός τι Arst.)
β. ἤκουσαν Xen. — они выслушали с возмущением
; 2) с тяжелым ударением
ex. (τὸ βαρύτερον ῥηθέν Arst.)