Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρασσω
καταράσσω
κατ-ᾰράσσω
атт. κατᾰράττω
; 1) отбрасывать, прогонять
ex. (τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ στράτευμα κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.)
; 2) низвергать, бросать
ex. (τινὰ εἰς τέν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κεφαλήν τινος Arst.)
; 3) перен. разбивать, разрушать
ex. (τὰ βουλεύματα Luc.)
; 4) (о воде) низвергаться, с шумом падать
ex. (εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ χάσμα Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.)