Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταλοαω
καταλοάω
κατ-ᾰλοάω
; 1) растаптывать, раздавливать
ex. (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.)
; 2) поражать, ранить
ex. (σκύφῳ χρυσῷ τέν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.)
; 3) умерщвлять, убивать
ex. (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.)