Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δικαιωμα
δικαίωμα
δῐκαίωμα
-ατος τό
; 1) (законное) требование, притязание, претензия, тж. жалоба Thuc., Isocr., Arst.
; 2) наказание, кара
ex. (τῶν ἄλλων δικαιωμάτων ἀφιέναι Plat.)
; 3) справедливый поступок
ex. (δ. τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arst.)
; 4) предписание, заповедь
ex. (τοῦ θεοῦ NT.)
; 5) оправдание
ex. (ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων NT.)