Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αρμονια
ἀρμονία
ион. ἁρμονίη, эп. ἁρμονιά ἡ
; 1) скрепление, связь
ex. (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.; τῶν λίθων Diod.)
; 2) паз, щель
ex. (τὰς ἁρμονίας πακτοῦν τινι Her.)
; 3) скрепа
ex. (γόμφοι καὴ ἁρμονιαί Hom.)
; 4) pl. соглашение, договор
ex. (μάρτυροι ἁρμονιάων Hom.)
; 5) установление, порядок
ex. (Διός Aesch.)
; 6) душевный склад, характер
ex. (γυναικῶν Eur.)
; 7) муз. строй, лад
ex. (Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος Pind.; ἁ. Δώριος Arst.)
; 8) слаженность, соразмерность
ex. (ἐν τῷ σώματι Plat.)
; 9) стройность, гармония
ex. (ἐν τοῖς φθόγγοις καὴ ἔργοις Plat.; τῶν φερομένων ἄστρων Arst.)