Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναθερμαινω
ἀναθερμαίνω
ἀνα-θερμαίνω
; 1) вновь согревать
ex. (ψυχομένην κραδίην Anth.; ψύχεσθαι καὴ ἀναθερμαίνεσθαι Arst.)
; 2) возбуждать
ex. ἀ. τέν μέλλησίν τινος Plut. — выводить кого-л. из состояния вялости