Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακαιω
κατακαίω
κατα-καίω
атт. κατακάω (ᾱω)
ex. (fut. κατακαύσω, aor. κατέκαυσα - эп. κατέκηα, pf. κατακέκαυκα, эп. 1 л. pl. conjct. κατακήομεν (= κατακήωμεν), inf. κατακαιέμεν, эп. inf. aor. κατακῆαι и κακκῆαι; pass.: fut. κατακαυθήσομαι, aor. 1 κατεκαύθην, aor. 2 κατεκάην)
; 1) сжигать, предавать сожжению
ex. (τινὰ σὺν ἔντεσι Hom.; σάρκα καἰ ὀστοῦν Arst.; τὸ ἄχυρον NT.)
; 2) уничтожать пожаром, предавать огню ex. (πόλιν Her.); pass. сгорать
ex. (ἡ οἰκίη κατεκάη Her.)
γῆ κατακεκαυμένη Arst. — выжженная земля
; 3) гореть
ex. κατὰ πῦρ ἐκάη Hom. — огонь догорел