Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πλατυνω
πλᾰτύνω
πλᾰτύνω (ῡ) (fut. πλᾰτῠνῶ)
; 1) делать шире, расширять (τι NT);
med.-pass. расширяться:
αἱ κόραι πλατύνεσθαι δοκοῦσιν Plut.;
ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται NT:
πλατύνεσθαι γῆν Xen. расширять свою территорию;
; 2) pass. досл. надуваться, перен. чваниться (τί πλατύνεαι; Diog. L.).