Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αυχμηρος
αὐχμηρός
adj.=3 3
; 1) сухой
ex. (τόπος Plat.; θέρος Arst.; καρποί Diod.; νῶτα Λιβύης Anth.)
αὐ. λίθος Anth. — пемза
; 2) нечистый, грязный, неопрятный
ex. (θρίξ Soph.; πλόκαμος Eur.; χαίτη Theocr.; βίος Luc.; αὐ. καὴ ἀνυπόδητος Plat.)
; 3) одетый во вретище, несчастный
ex. (λύπαι Plut.)