Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
τριοδος
τρίοδος
τρί-οδος (ῐ) ἡраспутье трех дорог, перекресток Pind., Trag., Arph., Plat.:
ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr. = Ἑκάτη;
ὥσπερ ἐν τριόδῳ γενόμενος Plat. словно оказавшись на распутье;
ἐκ τριόδου Luc. на (всех) перекрестках;
οἷα ἐκ τριόδου Luc. (выражения), которые слышатся на перекрестках, т. е. вульгаризмы.